- δενδροτόμος
- οαυτός που ασχολείται στην πράξη με τη δενδροτομία, ξυλοκόπος, υλοτόμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δενδροτόμος — δενδροτόμος, ον (Α) αυτός που κόβει τα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + τομος < τόμος < τέμνω] … Dictionary of Greek
δενδροτόμος — cutting down trees masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτόμον — δενδροτόμος cutting down trees masc/fem acc sg δενδροτόμος cutting down trees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτόμων — δενδροτόμος cutting down trees masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροτομώ — (AM δενδροτομῶ, έω) [δενδροτόμος] κόβω δένδρα αρχ. 1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα) 2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» ξυλοκοπώ, δέρνω … Dictionary of Greek